- υποτοπώ
- -έω, Αυποψιάζομαι («ὑποτοπήσαντες τὴν ἔχθραν αὐτῶν», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -τοπῶ (< τόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποτοπῶ — ὑποτοπάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑποτοπέω suspect pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποτοπέω suspect pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὑποτοπέω suspect pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑποτοπέω suspect pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυποτοπούμαι — καθυποτοποῡμαι, έομαι (Α) (επιτατ. τού υποτοπώ, ούμαι) μέ καταλαμβάνουν δυσοίωνες υποψίες, έχω μεγάλες υποψίες, είμαι καχύποπτος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τοποῡμαι «υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
προσυποτοπώ — έω, Α 1. προσυποπτεύω* 2. συμπεραίνω κάτι επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποτοπῶ «υποψιάζομαι, εικάζω»] … Dictionary of Greek
προϋποτοπάζω — Μ προϋποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπάζω, μτγν. τ. τού ὑποτοπῶ] … Dictionary of Greek
προϋποτοπώ — έω, Α εικάζω, υποψιάζομαι προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑποτοπῶ «εικάζω, υπονοώ, υποψιάζομαι»] … Dictionary of Greek
υποτοπάζω — ΜΑ ὑποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπάζω «εικάζω, υποπτεύω» (< τόπος)] … Dictionary of Greek
υποτοπεύω — ΜΑ ὑποτοπῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τοπεύω (< τόπος)] … Dictionary of Greek
υποτόπημα — ήματος, τὸ, Μ [ὑποτοπῶ] υποψία, υπόνοια … Dictionary of Greek
υπότοπος — ον, Α αυτός που υποψιάζεται κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»] … Dictionary of Greek